- αὐτοκατάκριτος
- αὐτοκατάκριτοςself-condemnedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοκατάκριτος — αὐτοκατάκριτος, ον (AM) [κατακρίνω] εκείνος του οποίου τα έργα επισύρουν την κατάκριση, ο αξιοκατάκριτος … Dictionary of Greek
αὐτοκατακρίτως — αὐτοκατάκριτος self condemned adverbial αὐτοκατάκριτος self condemned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκατάκριτον — αὐτοκατάκριτος self condemned masc/fem acc sg αὐτοκατάκριτος self condemned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκατακρίτους — αὐτοκατάκριτος self condemned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκατακρίτων — αὐτοκατάκριτος self condemned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκατάκριτοι — αὐτοκατάκριτος self condemned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek